(αι)ματοβάφω

(αι)ματοβάφω
(αι)ματοβάφω
(αι)ματόβαψα, (αι)ματοβάφτηκα, (αι)ματοβαμμένος, βάφω με αίμα: Αιματόβαψε τα χέρια του σε αδελφικό αίμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ματοβάφω — 1. βάφω κάτι με αίμα 2. μτφ. προκαλώ συμφορές, σκοτώνω, σφάζω, γεμίζω με αίματα τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιματοβάφω*, με αποβολή τού αρκτικού άτονου αι (e)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”